Η αλήθεια των αριθμών

DSC05917

Μερικές φορές το να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα είναι πολύ δύσκολο. Οταν τα δεδομένα είναι δυσάρεστα είναι πιο εύκολο να τα παραποιούμε ή να μην τους δίνουμε σημασία. Ομως, όπως είχε πει ο Aldus Huxley, «Η αλήθεια δεν παύει να ισχύει απλά και μόνο επειδή την αγνοούμε». Και η αλήθεια είναι ότι η ανθρωπότητα σήμερα αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη πρόκληση της ιστορίας της, μια πρόκληση τόσο σημαντική που, τις επόμενες δεκαετίες, θα καθορίσει την ίδια την επιβίωση της.

Για σχεδόν τρία εκατομμύρια χρόνια οι φυσικές διεργασίες εξασφάλιζαν ότι η συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στην ατμόσφαιρα παρέμενε κάτω από 300 ppm (parts per million), διατηρώντας τη μέση θερμοκρασία του πλανήτη σε επίπεδα κατάλληλα για την εμφάνιση και ανάπτυξη ζωής. Από την αυγή της βιομηχανικής εποχής και εντεύθεν, τους τελευταίους τρεις αιώνες δηλαδή, η συγκέντρωση αυτή αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, κυρίως λόγω της χρήσης ορυκτών καυσίμων, και σήμερα έχει ξεπεράσει τα 400 ppm προκαλώντας το γνωστό φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οσο μεγαλώνει η συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα, τόσο αυξάνεται η μέση θερμοκρασία του πλανήτη, αλλά όχι αμέσως. Λόγω της τεράστιας αδράνειας της Γης, υπάρχει μια καθυστέρηση περίπου 50 ετών μεταξύ των εκπομπών CO2 και της αύξησης της θερμοκρασίας που αυτές προκαλούν. Ετσι, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη που μετράμε σήμερα (περίπου 0.80C πάνω από τα επίπεδα της προβιομηχανικής εποχής) οφείλεται στις εκπομπές CO2 της δεκαετίας του ’60 που ήταν κλάσμα των σημερινών. Μια περαιτέρω αύξηση 0.60C τα επόμενα χρόνια θεωρείται βέβαιη λόγω των εκπομπών CO2 που έχουν γίνει έκτοτε. Ακόμη λοιπόν κι αν σταματούσαμε κάθε εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου σήμερα, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη θα έφτανε τους 1.40C. Επειδή δε μεγάλο μέρος του CO2 παραμένει στην ατμόσφαιρα για χιλιάδες χρόνια, η αυξημένη αυτή θερμοκρασία θα διαρκέσει για πολλούς αιώνες.

Ομως όχι μόνο δεν έχουμε σταματήσει τις εκπομπές CO2 αλλά τις συνεχίζουμε και μάλιστα με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό. Είναι το αναπόφευκτο τίμημα της «ανάπτυξης» ή, αλλιώς, του καταναλωτισμού. Το επακόλουθο είναι ότι, τα τελευταία χρόνια, σχεδόν κάθε νέα έρευνα για την κλιματική αλλαγή αποκαλύπτει ότι η κατάσταση είναι χειρότερη απ’όσο νομίζαμε και ο ρυθμός των αλλαγών ταχύτερος.

Το πιο ανησυχητικό είναι η σοβαρή πιθανότητα να ξεφύγει η κατάσταση από κάθε έλεγχο μέσω των μηχανισμών θετικής ανάδρασης. Ενας τέτοιος μηχανισμός είναι το λειώσιμο των πάγων της Αρκτικής όπου το λευκό του πάγου που ανακλά το μεγαλύτερο ποσοστό της ηλιακής ακτινοβολίας αντικαθίσταται με το σκούρο χρώμα του νερού που, αντίθετα, την απορροφά. Ετσι η θερμοκρασία του νερού αυξάνεται, οι πάγοι λειώνουν με ταχύτερο ρυθμό κ.ο.κ. Ενας άλλος μηχανισμός είναι η απελευθέρωση μεθανίου από το λειώσιμο του μονίμως παγωμένου εδάφους της Σιβηρίας και του Καναδά και από το βυθό των ωκεανών. Το μεθάνιο είναι κι αυτό αέριο του θερμοκηπίου και μάλιστα 25 φορές ισχυρότερο από το διοξείδιο του άνθρακα. Η παρουσία του στην ατμόσφαιρα αυξάνει τη θερμοκρασία του πλανήτη με αποτέλεσμα την περαιτέρω έκλυση μεθανίου κ.ο.κ. Υπάρχουν κι άλλοι πολλοί τέτοιοι μηχανισμοί θετικής ανάδρασης που είναι ήδη ενεργοί αλλά η δράση τους είναι, προς το παρόν, περιορισμένη.

Η τεράστια σημασία των μηχανισμών αυτών έγκειται στο ότι κάνουν την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη μη γραμμική. Είναι πολύ πιθανό δηλαδή, μετά από κάποιο σημείο, η θερμοκρασία να συνεχίσει να αυξάνεται ανεξάρτητα από το τι θα κάνουμε εμείς, ανατροφοδοτούμενη από τους μηχανισμούς θετικής ανάδρασης. Είναι σαν να στριφογυρνάμε μια μπίλια μέσα σε μια κούπα. Αν είμαστε προσεκτικοί μπορούμε, με διορθωτικές κινήσεις, να την κρατήσουμε μέσα στην κούπα. Αν όμως μας ξεφύγει και ξεπεράσει το χείλος της κούπας θα ψάχνουμε να τη βρούμε στο πάτωμα. Το ίδιο συμβαίνει και με το κλίμα. Αν ξεπεράσουμε το όριο θερμοκρασίας, έστω και για λίγο, αρκετά όμως ώστε να ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί θετικής ανάδρασης, τότε όσο αποφασισμένοι και αν είμαστε μετά, όσα σκληρά μέτρα και αν πάρουμε, όσο και αν αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας, ο πλανήτης θα συνεχίσει να υπερθερμαίνεται ανεξέλεγκτα. Το γνωστό, προβλέψιμο και φιλικό κλίμα που μας συντρόφευσε τα τελευταία δώδεκα χιλίαδες χρόνια και έκανε δυνατή την ανάπτυξη των ανθρώπινων πολιτισμών θα αποτελεί παρελθόν. Αυτή η μη αναστρεψιμότητα είναι που κάνει την υπερθέρμανση του πλανήτη μοναδική ανάμεσα σε όλα τα προβλήματα που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα μέχρι σήμερα.

Και σε ποιά θερμοκρασία θα ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί αυτοί; Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε. Οι πολιτικοί έχουν υιοθετήσει τους 20C σαν το όριο μεταξύ «ασφαλούς» και «επικίνδυνης» κλιματικής αλλαγής αλλά αυτός είναι απλά και μόνον ένας βολικός στρογγυλός αριθμός. Ηδη θεωρείται από τους επιστήμονες υπερβολικά υψηλός. Μπορεί το όριο να το έχουμε ήδη ξεπεράσει. Εστω όμως ότι αποδεχόμαστε τους 20C. Το καίριο ερώτημα που προκύπτει είναι: πόσο πρέπει να μειώσουμε τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και των άλλων αερίων του θερμοκηπίου για να παραμείνουμε κάτω από τους 20C; Το ερώτημα μπορεί να τεθεί και αντίστροφα: αν μειώσουμε τις εκπομπές όσο είναι πολιτικά δυνατό, τι αύξηση θερμοκρασίας μπορούμε να περιμένουμε;

Η κύρια και πλέον αποδεκτή πηγή πληροφοριών για την κλιματική αλλαγή είναι η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή – IPCC (Intergovernmental Panel on Climate Change). Λόγω της ίδιας της δομής της, η IPCC είναι ένα όργανο εξαιρετικά συντηρητικό. Αν εθεωρείτο ότι κινδυνολογεί ή υιοθετεί ακραίες απόψεις θα έχανε την αξιοπιστία και το σεβασμό που εμπνέει. Αυτό σημαίνει ότι στις εκθέσεις της δεν περιλαμβάνονται πλευρές της κλιματικής αλλαγής που δεν είναι ακόμη πλήρως αποδεδειγμένες, ακόμη κι αν οι επιστήμονες τις γνωρίζουν καλά και τις θεωρούν σημαντικές. Τα μέλη της IPCC δεν είναι επιστήμονες αλλά εκπρόσωποι κυβερνήσεων. Αναθέτουν σε επιστήμονες την ερευνητική διαδικασία αλλά κρατούν για τον εαυτό τους τη σύνταξη της τελικής έκθεσης. Υφίστανται μεγάλη πίεση από τις κυβερνήσεις τους να μην αναφέρουν κάτι που θα απειλεί την οικονομική ανάπτυξη και το τελικό κείμενο πρέπει να τύχει καθολικής έγκρισης. Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι περίεργο ότι τα πορίσματα της IPCC είναι πολύ πίσω όχι μόνον από τις τελευταίες επιστημονικές έρευνες αλλά και από την ίδια την πραγματικότητα.

Ετσι, μια έρευνα που βασίζεται σε στοιχεία δημοσιευμένα από την IPCC δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κινδυνολογεί ή ότι υπερβάλλει. Μάλλον το αντίθετο – η κατάσταση είναι μάλλον πολύ χειρότερη απ’ότι περιγράφουν τα ευρήματα της. Μια τέτοια έρευνα έγινε το 2008 από τους Kevin Anderson και Alice Bows στο Tyndall Centre for Climate Change Research της Μ. Βρετανίας. Η έρευνα επιχειρεί να προσδιορίσει τη σχέση μεταξύ του ρυθμού εκπομπών CO2 και της τελικής αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη ενώ σαν βάση χρησιμοποιήθηκαν οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις της IPCC.

Οι ερευνητές προσέγγισαν το θέμα από δύο πλευρές:

Στην πρώτη προσέγγιση έθεσαν έναν ανώτατο στόχο για τη συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα, τα 450 ppm. Η τιμή αυτή μας προσφέρει μια πιθανότητα 50% να παραμείνει η αύξηση της θερμοκρασίας κάτω από τους 20C. Στη συνέχεια υπολόγισαν πόσο πρέπει να μειώνονται οι εμπομπές CO2 κάθε χρόνο προκειμένου να μη ξεπεραστεί ο στόχος αυτός. Βρήκαν λοιπόν ότι, προκειμένου να έχουμε πιθανότητες 50% να διατηρήσουμε την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 20C, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να κορυφωθούν (να πάψουν να αυξάνονται) το 2015, να ακολουθήσουν ένα ρυθμό μείωσης 6-8% το χρόνο παγκοσμίως και να μηδενιστούν λίγο μετά το 2050. Είναι προφανές ότι αυτόν το στόχο τον έχουμε χάσει αφού είμαστε ήδη στο 2016 και οι εκπομπές CO2 όχι μόνο δεν έχουν αρχίσει να μειώνονται αλλά, αντίθετα, αυξάνουν κάθε χρόνο.

Στη δεύτερη προσέγγιση οι Anderson και Bows έκαναν μια αισιόδοξη πρόβλεψη για την ετήσια μείωση των εμπομπών CO2 και στη συνέχεια υπολόγισαν σε τι αύξηση της θερμοκρασίας θα μας οδηγήσει αυτή. Υπέθεσαν λοιπόν ότι οι εκπομπές CO2 θα κορυφωθούν το 2020 και στη συνέχεια θα αρχίσουν να μειώνονται με ρυθμό 3.5% το χρόνο παγκοσμίως. Επειδή όμως οι ανεπτυγμένες χώρες είναι υπεύθυνες για το 50% περίπου των παγκόσμιων εκπομπών, η μείωση στις χώρες αυτές θα πρέπει να είναι αναλογικά υψηλότερη, ίσως 6-7% το χρόνο.

Τι σημαίνει όμως μείωση των εκπομπών CO2 κατά 6-7% το χρόνο; Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μόνο με δραστική μείωση της κατανάλωσης,τόσο ενέργειας όσο και καταναλωτικών προϊόντων και υπηρεσιών. Το μοναδικό παράδειγμα που έχουμε για μείωση των εκπομπών σ’ένα βιομηχανικό κράτος είναι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης όπου οι εκπομπές έπεσαν πάνω από 5% το χρόνο για μια περίοδο 10 ετών. Στα χρόνια αυτά η οικονομική δραστηριότητα είχε μειωθεί στο μισό με τεράστια πτώση στο επίπεδο ζωής των κατοίκων. Χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί ότι συνεχής μείωση των εκπομπών πάνω από 1% το χρόνο συνδέεται ιστορικά μόνο με περιόδους οικονομικής ύφεσης ή κοινωνικής αναταραχής.

Και αν υποθέσουμε ότι εμείς στον ανεπτυγμένο κόσμο, με συναίσθηση του διακυβεύματος, με γενναίες πολιτικές αποφάσεις αλλά και με δραστική αλλαγή του τρόπου ζωής μας, καταφέρουμε να πετύχουμε μείωση των εκπομπών CO2 κατά 6-7% το χρόνο, κάθε χρόνο μέχρι αυτές να μηδενιστούν, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα για τον πλανήτη; Θα αποφύγουμε τα χειρότερα της κλιματικής αλλαγής ή θα καταφέρουμε τουλάχιστον να την περιορίσουμε σε «ασφαλή» επίπεδα; Σ’αυτό το σενάριο λοιπόν η συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα αναμένεται να σταθεροποιηθεί στα 650 ppm, πράγμα που σημαίνει αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 40C μέχρι το τέλος του αιώνα!

Σύμφωνα με τους κλιματολόγους ο κόσμος των 40C δεν θα είναι καθόλου ευχάριστος. Το σημαντικό, και τρομακτικό όμως συνάμα, είναι ότι δεν θα μείνουμε εκεί αφού μια τέτοια εξέλιξη θα μας οδηγήσει σχεδόν σίγουρα πέρα από το «σημείο χωρίς επιστροφή». Οι αριθμοί λένε την αλήθεια που κανείς δεν τολμά να πει δημόσια: ότι η αποσταθεροποίηση του κλίματος είναι ουσιαστικά πια πέρα από τον έλεγχο μας και ότι, αν όχι εμείς σίγουρα όμως τα παιδιά μας, θα ζήσουν σ’ένα ριζικά διαφορετικό πλανήτη, πολύ λιγότερο προβλέψιμο και φιλικό.


Leave a comment